- χρυσοχέρης
- -α, -ικο / χρυσοχέρης, ὁ, ΝΜμτφ. αυτός που έχει χρυσά χέρια, που διακρίνεται για την εργατικότητα και την επιδεξιότητά του.[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)-* + -χέρης (< θ. χερ- τής λ. χείρ*)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χρυσοχέρης — ο θηλ. χρυσοχέρα 1. αυτός που δείχνει σπάνια δεξιότητα ή εργατικότητα. 2. αυτός που κερδίζει πολλά χρήματα από την εργασία των χεριών του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χρυσ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χρυσός (Ι) και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση, αναφέρεται στον χρυσό ως μέταλλο (πρβλ. χρυσό διφρος, χρυσο σάνδαλος, χρυσο χόος), ότι έχει το χρώμα ή την… … Dictionary of Greek